-
1 πριω
I1) пилить, распиливать(κεραίαν δίχα Thuc.; τὸν ἐλέφαντα Luc.; κέρατα ὅταν πρισθῇ καὴ καταξεσθῇ Plut.)
2) скрежетать(τοὺς ὀδόντας Arph.)
3) кусать(ὀδόντι Soph.)
4) крепко схватывать, связывать(ζωστῆρι πρισθεῖς Soph.)
5) раздражать, приводить в бешенство(πριόμενός τινι Anth.)
II(ῐ) стяж.1) (= πρίασο) imper. к * πρίαμαι2) ( = ἐπρίασο) 2 л. sing. impf. к * πρίαμαι
См. также в других словарях:
πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… … Dictionary of Greek